διχοτόμοι

διχοτόμοι
διχοτόμος
cutting in two
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διχότομοι — διχότομος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …   Dictionary of Greek

  • λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α …   Dictionary of Greek

  • παράκεντρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα, κοντά στο κέντρο 2. το ουδ. ως ουσ. το παράκεντρο μαθημ. το εξωτερικό σημείο ενός τριγώνου, από όπου διέρχονται η εσωτερική διχοτόμος μιας γωνίας του και οι εξωτερικές διχοτόμοι τών δύο άλλων 3. φρ. «παράκεντρο… …   Dictionary of Greek

  • τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”